- συμφιλονικώ
- -έω, Α [φιλονικῶ]1. μετέχω σε φιλονικία υποστηρίζοντας κάποιον («ἡμᾱς οὐδὲν δεῑ συμφιλονικεῑν... Σωκράτει», Πλάτ.)2. απόλ. συμμετέχω σε συζήτηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συμφιλονικία — ἡ, Α [συμφιλονικῶ] συμμετοχή σε φιλονικία ή σε συζήτηση … Dictionary of Greek